TO XAΡΤΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
Ένα χάρτινο καράβι στέκονταν για μέρες δεμένο σε ένα ξερόδεντρο,
κρυφοζηλεύοντας τους γλάρους που πετούσαν τριγύρω του.
Μια μέρα ένας μικρός γλάρος το πλησίασε και του ψιθύρισε :
- Τι κάθεσαι και κάνεις εδώ? Γιατί δεν είσαι στη θάλασσα?
Το καραβάκι πικράθηκε και του μουρμούρισε:
- Μα δεν βλέπεις ότι είμαι χάρτινο , δεν είμαι πραγματικό καράβι , δεν μπορώ να ταξιδέψω
κινδυνεύω να βραχώ και να πεθάνω!
Ο γλάρος τίναξε τα φτερά του , υψώθηκε , ατένισε τον ουρανό και ξαναβούτηξε
πλάι στο καραβάκι
- Ο ουρανός είναι βαρύς . Έρχεται μπόρα , θα βραχείς και θα πεθάνεις έτσι κι αλλιώς.
- Τι λες δεν θα πάθω τίποτα ? του αποκρίθηκε με θυμό. Άλλωστε γι αυτό με δέσανε στο δέντρο , για να με προστατεύει.
Ο γλάρος έκρωξε κοροϊδεύτηκα
- Έχω γυρίσει τόπους και τόπους ξέρω τι σου λέω . Αυτό το δέντρο δεν μπορεί να σε προστατέψει. Το καραβάκι ,νευριασμένο του φώναξε τα φύγει .Καλά είχε την ησυχία του.
Ξάφνου άκουσε το πρώτο μπουμπουνητό . Φόβος άρχισε να το κυριεύει .
Η πρώτη στάλα της βροχής στην πλώρη του έχει αρχίσει να ποτίζει το κάτασπρο χαρτί του . Το καραβάκι κατάλαβε ότι ο γλάρος είχε δίκαιο .
- Βοήθεια ! Βοήθεια ! Γλάρε μου που είσαι με ακούς .
Τα προστατεύτηκα φτερά του γλάρου από πάνω του , εμπόδισαν τη φόρα της βροχής.
-Ειδοποίησα το κύμα . Έρχεται να σε πάρει. Αυτή είναι η ευκαιρία σου να ταξιδέψεις του φώναξε ο γλάρος .
- Είσαι τρελός του αποκρίθηκε κλαίγοντας το καράβι . Αφού δεν μπορώ να ταξιδέψω!
Και αισθάνθηκε το υγρό κύμα να το αγκαλιάζει στοργικά και να το παρασέρνει .
Ξάφνου είδε το σχοινί του να ανεμίζει και να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο.
Έπλεε στο νερό! Σάλπαρε! Ο άνεμος το στριφογύρισε ξέφρενα πάνω στην υγρή επιφάνεια . Τα κύματα το ανεβοκατέβασαν και το χόρεψαν με ρυθμό . Γεύτηκε τα φιλιά του μελτέμιου και αφουγκράστηκε το τραγούδι της αβέβαιης νύχτας . Χωρίς άγκυρα , χωρίς κουπί , χωρίς πανί . Αφέθηκε και οδηγήθηκε από τους γλάρους και τρόμαξε και μέθυσε και γέλασε . Έβαλε πλώρη ίσια προς το ολόγιομο φεγγάρι , έτσι όπως το είδε να ξεπροβάλει μέσα από τη θάλασσα . Και βιάστηκε να φτάσει πέρα στον ορίζοντα στη γειτονιά των δελφινιών που το καλούσαν. Και όλο και πλησίαζε την ασημένια σφαίρα και όλο και δεν την έφτανε , ώσπου κουράστηκε . Βάρυνε το χαρτί . Χαμογέλασε ανακουφισμένο από το γαργαλητό της χαρωπής ομήγυρης των ψαριών και βάλθηκε να ξεπλέξει από της πράσινες ,βελούδινες κορδέλες των φυκιών . Τα αλογάκια της θάλασσας ανέλαβαν και το έσυραν μέχρι το ατέλειωτο γαλάζιο . Και παραδόθηκε ευχαριστημένο και έγινε ΟΛΟ ΘΑΛΑΣΣΑ!